- ἐνεδίδου
- ἐνδίδωμιgive inimperf ind act 3rd sgἐνδίδωμιgive inimperf ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъходити — ОТЪХО|ДИТИ 1 (251), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Уходить, удаляться: къ вама хромии влекѹщесѧ. и скачюще ѡтъход˫ать. Стих 1156–1163, 74 об.; по се(м) ѿходи(т) къ деснѣи сторонѣ ст҃ы˫а трѧпезы. сирѣ(ч). на ѹжьнѹю сторонѹ. УСт к. XII, 263; ѥгда же ли пакы кого… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
φωνασκικός — ή, όν, Α [φωνασκός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τής φωνασκίας («ὅς ἔχων φωνασκικὸν ὄργανον...ἐνεδίδου τόνον μαλακόν», Πλούτ.). επίρρ... φωνασκικῶς Α με φωνασκία … Dictionary of Greek